- παραπέμπεται
- παραπέμπωsend pastpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άννας — Όνομα αρχιερέων των Ιουδαίων. 1. Ά. ο πρεσβύτερος (αρχές 1ου αι. π.Χ. – αρχές 1ου αι. μ.Χ.). Γιος του Αλεξανδρινού Σεθ ή Σεθί. Διετέλεσε αρχιερέας στο διάστημα μεταξύ 6 και 15 μ.Χ. Σε αυτόν οδηγήθηκε ο Ιησούς για ανάκριση, παρότι δεν ήταν τότε… … Dictionary of Greek
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αναγέννηση — I Χρονική περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ακολουθεί τον Μεσαίωνα.Με τον όρο Α. (ιταλ. Rinascimento, Rinascita Rinascenza,γαλλ. Renaisance), σε αντιδιαστολή προς τον Μεσαίωνα που θεωρείται περίοδος βαρβαρότητας, χαρακτηρίζεται ένα… … Dictionary of Greek
αναπόμπιμος — ἀναπόμπιμος, ον. (ΑΜ) [ἀναπέμπω] αυτός που στέλνεται πίσω (στην πατρίδα του ή προς τα πάνω) αρχ. (για δίκες) αυτός που παραπέμπεται σε ανώτερο δικαστήριο … Dictionary of Greek
διαιτησία — (Νομ.). Ειδικός τρόπος επίλυσης των διαφορών, ύστερα από συμφωνία των ενδιαφερομένων, χωρίς τη μεσολάβηση των συνηθισμένων δικαιοδοτικών οργάνων (δικαστηρίων). Η δ. ως βοηθητικός θεσμός της στενά εννοούμενης δικαιοδοτικής λειτουργίας, υφίσταται,… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κλήση — (Νομ.). Το έγγραφο με το οποίο καλείται κάποιος να παρουσιαστεί ενώπιον της δημόσιας αρχής, κυρίως ανακριτικής ή δικαστικής. Πρέπει να κοινοποιείται με αστυνομικό όργανο ή άλλον δημόσιο υπάλληλο, κατά τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, και να… … Dictionary of Greek
κλητήριος — α, ο 1. αυτός με τον οποίο καλείται κάποιος 2. φρ. (νομ.) «κλητήριο θέσπισμα» ή «κλητήριο επίκριμα» ή απλώς «κλητήριο» το δικαστικό έγγραφο με το οποίο κλητεύεται ο κατηγορούμενος όταν παραπέμπεται με απευθείας κλήση, δηλαδή χωρίς βούλευμα, από… … Dictionary of Greek
κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… … Dictionary of Greek
παραπεμπτικός — ή, ό αυτός με τον οποίο γίνεται παραπομπή («παραπεμπτικό βούλευμα» βούλευμα τού δικαστικού συμβουλίου με το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος να δικαστεί ενώπιον τού δικαστηρίου). [ΕΤΥΜΟΛ. < παραπέμπω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην… … Dictionary of Greek